πληροφορήσεις

πληροφορήσεις
πληροφόρησις
maturity
fem nom/voc pl (attic epic)
πληροφόρησις
maturity
fem nom/acc pl (attic)
πληροφορέω
bring full measure
aor subj act 2nd sg (epic)
πληροφορέω
bring full measure
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πληροφόρηση — η / πληροφόρησις, ήσεως, ΝΑ [πληροφορώ] 1. νεοελλ. παροχή πληροφοριών, ενημέρωση 2. φρ. «επιστήμη πληροφόρησης» μαθημ. η πληροφορική αρχ. ωριμότητα («τῶν σπερμάτων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς πληροφορήσεις», Πτολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”